ΧΡΗΣΤΟΣ
ΧΡΗΣΤΟΒΑΣΙΛΗΣ< Η δόλια η μάνα
(απόσπασμα)
Xαροπάλευε
η δόλια η μάνα, η πρωτονοικοκυρά του σπιτιού. Ήταν τρία νυχτόημερα του θανατά.
Τρεις νυφάδες, δυο γιοι, τρεις θυγατέρες, τρεις γαμπροί και καμιά δεκαριά
αγγόνια, αρσενικά και θηλυκά, περικύκλωναν το στρώμα της. Όλος αυτός ο κόσμος,
που είχε βγει μες από τα σπλάχνα της, δε μπορούσε να γεμίσει τον τόπο του
τρίτου γιου της, του Βασίλη, που βρίσκονταν μακριά στην ξενιτιά. Χαροπάλευε και
ξωλαλούσε1 η δόλια η μάνα, κι όλα τα ξωλαλήματά της ήταν για τον ξενιτεμένο της
το Βασίλη.
—Την ευχή
μου να ’χετ’ όλοι σας, κι ο Βασίλης μου την πλειότερη. Χώματα να πιάνει και
μάλαμα να γίνονται. Από τη δεξιά μεριά είχε τη νύφη της τη Βασίλαινα και της
κρατούσε το χέρι:
—Μου
φαίνεται έτσι πως πιάνω τη σάρκα του Βασίλ’ μου.
Έλεγε με
πόνο η δόλια η μάνα. Κι ύστερα από λίγο, άρχισε το τραγούδι του ξενιτεμένου που
βουλιέται2 να γυρίσει στην πατρίδα του.
«Τώρα
είν' ο Μάης κι η άνοιξη, τώρα ’ν’ το καλοκαίρι.
Τώρα κι ο
ξένος βούλεται στον τόπο τον να πάει...
Νύχτα
σελώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει
Βάνει τα
πέταλα χρυσά και τα καρφι’ ασημένια...»
Το ’λεγε
και το ξανάλεγε αυτό το τραγούδι και μέσα στο παραλόγισμα του θανατά έχανε τους
στίχους κι έλεγε άλλ’ αντ’ άλλων κι έδινε διαταγές, σαν όταν ήταν γερή:[…]
Στέκονταν
όλοι γύρα στο επιθανάτιο κρεβάτι της δόλιας μάνας, της αληθινής μάνας του
σπιτιού και περίμεναν το τέλος της, την ύστερη πνοή της με βαριοθλιμμένο
πρόσωπο και με δάκρυα στα μάτια. Σε λίγο ήρθε κι ο παπάς με τ’ αρτοφόρι3 για να
τη μεταλάβει. Άμα μπήκε μέσα ο παπάς, τρέμοντας με την κοινωνία στα χέρια, η
άρρωστη ήρθε στα λογικά της, σήκωσε τα μάτια της, έκανε το σταυρό της κι
είπε:
—«Σχωράτε
με κι ο Θεός σχωρέσ’ σας»!
Άνοιξε το
στόμα της και δέχτηκε από τη λαβίδα τη μεταλαβιά με μεγάλη ευχαρίστηση και με
μεγάλον αναγαλλιασμό.
Ύστερα
είπε:
—«Αν
ήξερα ότι ο Βασίλης μου θα ’ρχονταν σε μια βδομάδα μέσα, θα βαστούσα στα δόντια
μου την ψυχή ώσπου να ’ρθει, κι ύστερα θα πέθαινα ευχαριστημένη. Μη νομίζετε
ότι δεν σας αγαπώ εσάς τους άλλους, αλλ’ ο πόνος της ξενιτιάς είναι βαθύτερος
και με κάνει να πονώ πλειότερο αυτήν την ώρα τον Βασίλ’ μου, γιατί δεν τον
βλέπω μπροστά μ’. Έτσι λέει και το τραγούδι: «Κι ο ζωντανός ο χωρισμός
παρηγοριά δεν έχει...»
Ύστερα
απ’ αυτά τα λόγια την έπιασε ένα βογγητό, και τη βάσταξε κάμποση ώρα, κι ύστερα
από το βογγητό άρχισε πάλε τα ξωλαλήματα:
—Σάμα
ήκουσα να πέφτουν δυο τρία ντουφέκια στην αράδα... Θα ’ναι ο Βασίλ’ς μου! Ακούω
ποδοβολητό αλόγου: «Πόχει τα πέταλα χρυσά και τα καρφιά ασημένια...» Σηκωθείτε όλοι να τον καρτερέσετε στην
αυλή... Μην του πείτε πως είμαι του θανατά και σκανιάσει4... Πέτε του ότ’ είμαι
λιγάκι άρρωστη... Ότι με πονεί το κεφάλι... όχι, όχι!
Πέτε του καλύτερα ότι χτύπησα στο
ποδάρι και γι’ αυτό δεν μπόρεσα να βγω να τον καρτερέσω... Μη βγαίνετε όμως
όλοι έξω... Ας μείνουν κι ένας δυο μέσα μ’ εμένα, γιατί φοβούμαι να μείνω
μοναχή μου...
Κι ενώ
έλεγε και ξανάλεγε όλα αυτά τα ξωλαλήματα, τα παιδιά της, γιοι της και
θυγατέρες της, νυφάδες της, γαμπροί της κι αγγόνια της, κάθονταν ολόγυρα στο
στρώμα της και περίμεναν με βουρκωμένα μάτια το τέλος της.
Σ’ αυτό απάνω, ανασηκώθηκε
λιγάκι, ζύγιασε τα μάτια της κατά τη θύρα κι είπε:
—Ανοίξτε
τη θύρα κι αναμεράστε5 όσοι είστε μπροστά, γιατί μ’ εμποδίζετε να ιδώ. Θέλω να
τον ιδώ τον ξενιτεμένο μου να μπαίνει μέσα μ’ όλη του τη λεβεντιά...
Αναμέρισαν
όσοι στέκονταν κατάντικρυ της θύρας κι άφηκαν ελεύτερο το μάτι της δόλιας της
μάνας να βλέπει προς τα έξω, κι αυτή κάρφωσε τα μάτια της στο έμπα της θύρας
για κάμποση ώρα, κι ύστερα άρχισε το τραγούδι, σα να ήταν γερή:
«Ξενιτεμένο
μου πουλί, γλυκό χελιδονάκι,
Η ξενιτιά
σε χαίρεται κι εγώ πίνω φαρμάκι.
Ο ξένος
μες στη ξενιτιά, σαν το πουλί γυρίζει.
Σαν τον
βασιλικόν ανθεί, αλλ' όμως δεν μυρίζει.
Ανάθεμα
σε, ξενιτιά, κι εσέ και τα καλά σου,
Ούτε τ’
άσπρα6 σου ήθελα, ούτε τα βάσανα σου. […]»
—Να ’χετε
όλοι την ευχή μου! Σας την δίδω με όλην μου την καρδιά! Να ζήσετε
καλοκαρδισμένοι και να γεράσετε με παιδιά και μ’ αγγόνια, και σύντομη ξενιτιά,
δυο τρία χρόνια το πολύ. Οι μικρότεροι να σέβεστε τους μεγαλύτερους κι οι
γυναίκες τους άντρες. Έτσι να κάνετε για να ’χετε την ευχή μ’ ολάκερη. Μην κλέψετε, μην
φονέψετε, μην πορνέψετε, μην ψευδομαρτυρήσετε. Έτσι είπε ο Θεός. Να δίνετε
ελεημοσύνη όσο μπορείτε. Η ελεημοσύνη βγαίνει με το βελόνι και μπαίνει με το
σακί. Να μην καταφρονείτε κανένα, να κρατάτε το θυμό σας και να φοβάστε τον
Θεό. Κάνοντας αυτά θα ζήσετε καλά στον κόσμο... Ύστερα από λίγο δε θα είμαι εδώ
κάτω... Παιδιά μου, πεθαίνω![…]
—Η
ξενιτιά του Βασίλη μου με στέλ’ στον κάτω κόσμο πικρή, φαρμακωμένη. Χίλια
φορτώματα ζάχαρη δε θα μπορούσαν να μου γλυκάνουν την καρδιά. Μόρχεται πως από
την πίκρα της καρδιάς μου θα ξεφυτρώσουν από το μνήμα μου αλιφασκιές7, σπλώνοι8
και πικραγγουριές. […]
1<<
ξωλαλώ: κραυγάζω (παραμιλώ) 2<<βούλεται, θέλει 3<< αρτοφόριο:
εκκλησιαστικό σκεύος επάνω στην Aγία
Tράπεζα, μέσα στο οποίο φυλάγεται ο άρτος
για τη Θεία Ευχαριστία. 4<< σκανιάζω: στενοχωριέμαι πάρα πολύ,
σκάω από τη θλίψη μου 5<< κάνετε στην άκρη 6<< χρήματα7<<
φασκομηλιές 8< θάμνοι με κίτρινα άνθη