ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ (1851-1911)
Το χριστόψωμο (απόσπασμα)
Μεταξύ των πολλών δημωδών
τύπων, τους οποίους θα έχωσι να εκμεταλλευθώσιν οι μέλλοντες διηγηματογράφοι
μας, διαπρεπή κατέχει θέσιν η κακή πενθερά, ως και η κακή μητρυιά. […] Περί
μιας κακής πενθεράς σήμερον ο λόγος.
Εις τι έπταιεν η ατυχής
νέα Διαλεχτή, ούτως ωνομάζετο, θυγάτηρ του Κασσανδρέως μπάρμπα Μανώλη,
μεταναστεύσαντος κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν εις μίαν των νήσων του Αιγαίου,
εις τι έπταιεν αν ήτο στείρα και άτεκνος; Είχε νυμφευθή προ επταετίας, έκτοτε
δις μετέβη εις τα λουτρά της Αιδηψού, πεντάκις της έδωκαν να πίη διάφορα
τελεσιουργά1 βότανα, εις μάτην, η γη έμενεν άγονος. Δύο ή τρεις γύφτισσαι της
έδωκαν να φορέση περίαπτα2 θαυματουργά περί τας μασχάλας, ειπούσαι αυτή ότι
τούτο ήτο το μόνον μέσον, όπως γεννήση, και μάλιστα υιόν. Τέλος καλόγηρός τις
Σιναΐτης τη εδώρησεν ηγιασμένον κομβολόγιον, ειπών αυτή να το βαπτίζη και να
πίνη το ύδωρ. Τα πάντα μάταια.
Επί τέλους με την
απελπισίαν ήλθε και η ανάπαυσις της συνειδήσεως, και δεν ενόμιζεν εαυτήν
ένοχον. Το αυτό όμως δεν εφρόνει και η γραία Καντάκαινα, η πενθερά της, ήτις
επέρριπτεν εις την νύμφην αυτής το σφάλμα της μη αποκτήσεως εγγόνου διά το
γήρας της. Είναι αληθές ότι ο σύζυγος της Διαλεχτής ήτο το μόνον τέκνον της
γραίας ταύτης, και ούτος δε συνεμερίζετο την πρόληψιν της μητρός του εναντίον
της συμβίας3 αυτού. Αν δεν τω εγέννα η σύζυγός του, η γενεά εχάνετο. Περίεργον
δε, ότι πας Ελλην της εποχής μας ιερώτατον θεωρεί χρέος και υπερτάτην ανάγκην
την διαιώνισιν του γένους του.
Εκάστοτε, οσάκις ο υιός
της επέστρεφεν εκ του ταξιδίου του, διότι είχε βρατσέραν4, και ήτο τολμηρότατος
εις την ακτοπλοΐαν, η γραία Καντάκαινα ήρχετο εις προϋπάντησιν αυτού, τον
ωδήγει εις τον οικίσκον της, τον εδιάβαζε, τον εκατήχει, του έβαζε μαναφούκια5,
και ούτω τον προέπεμπε παρά τη γυναικί αυτού. Και δεν έλεγε μόνα τα ελαττώματά
της, αλλά τα αυγάτιζε˙ δεν ήτο μόνον «μαρμάρα», τουτέστι στείρα, η νύμφη της,
τούτο δεν ήρκει, αλλ’ ήτο άπαστρη6, απασσάλωτη7, ξετσίπωτη κλπ. Όλα τα είχεν,
«η ποίσα, η δείξα, η άκληρη».
Ο καπετάν Καντάκης,
σφλομωμένος, θαλασσοπνιγμένος, τα ήκουεν όλα αυτά, η φαντασία του εφούσκωνεν,
εξερχόμενος είτα συνήντα τους συναδέλφους του ναυτικούς, ήρχιζαν τα καλώς
ώρισες, καλώς σας ηύρα, έπινεν επτά ή οκτώ ρώμια, και με τριπλήν σκοτοδίνην,
την εκ της θαλάσσης, την εκ της γυναικείας διαβολής και την εκ των ποτών,
εισήρχετο οίκαδε και βάρβαροι σκηναί συνέβαινον τότε μεταξύ αυτού και της
συζύγου του. Ούτως είχον τα πράγματα μέχρι της παραμονής των Χριστουγέννων του
έτους 186... Ο καπετάν Καντάκης προ πέντε ημερών είχε πλεύσει με την βρατσέραν
του εις την απέναντι νήσον με φορτίον αμνών και ερίφων, και ήλπιζεν, ότι θα
εώρταζε τα Χριστούγεννα εις την οικίαν του. Αλλά τον λογαριασμόν τον έκαμνεν
άνευ του ξενοδόχου, δηλ. άνευ του Βορρά, όστις εφύσησεν αιφνιδίως άγριος, και
έκλεισεν όλα τα πλοία εις τους όρμους, όπου ευρέθησαν. […]Τινές ναυτικοί εν τη αγορά
εστοιχημάτιζον ότι, αφού κατέπεσεν ο Βορράς, ο καπετάν Καντάκης θα έφθανε περί
το μεσονύκτιον. Η σύζυγός του όμως δεν ήτο εκεί να τους ακούση και δεν τον
επερίμενεν. Αύτη εδέχθη μόνον περί την εσπέραν την επίσκεψιν της πενθεράς της,
ασυνήθως φιλόφρονος8 και μειδιώσης9, ήτις τη ευχήθη το απαραίτητον «καλό
δέξιμο», και διά χιλιοστήν φορά το στερεότυπον «μ’ έναν καλό γυιό».
Και ου μόνον τούτο, αλλά
τη προσέφερε και εν χριστόψωμο.
- Το ζύμωσα μοναχή μου,
είπεν η θειά Καντάκαινα, με γεια να το φας.
- Θα το φυλάξω ως τα
Φώτα, δια ν’ αγιασθή, παρετήρησεν η νύμφη.
- Όχι, όχι, είπε μετ’
αλλοκότου σπουδής η γραία, το δικό της φυλάει η κάθε μια νοικοκυρά διά τα Φώτα,
το πεσκέσι10 τρώγεται.
- Καλά, απήντησεν ηρέμα η
Διαλεχτή, του λόγου σου ξέρεις καλλίτερα.
Η Διαλεχτή εκοιμήθη πολύ
ενωρίς, διότι σκοπόν είχε να υπάγη εις την εκκλησίαν περί το μεσονύκτιον. […]Η
Διαλεχτή ανήλθεν εις τον γυναικωνίτην του ναού, αλλά μόλις παρήλθεν ημίσεια ώρα
και γυνή τις πτωχή και χωλή δυστυχής, ήτις υπηρέτει ως νεωκόρος της εκκλησίας,
ελθούσα τη λέγει εις το ους.
- Δώσε μου το κλειδί,
ήλθε ο άντρας σου.
- Ο άντρας μου!
ανεφώνησεν η Διαλεχτή έκπληκτος.
Και αντί να δώση το
κλειδί έσπευσε να καταβή η ιδία. [….]
- Θέλεις ν' ανάψω φωτιά;
- Άναψε και δώσε μου ν’
αλλάξω.
Η Διαλεχτή εξήγαγε εκ του
κιβωτίου ενδύματα διά τον σύζυγόν της και ήναψε πυρ. [..]
- Πώς δεν εφρόντισες να
μαγειρεύσης τίποτε; είπε γογγύζων11 ο ναυτικός.
- Δεν σ’ επερίμενα απόψε,
απήντησε μετά ταπεινότητος η Διαλεχτή. Κρέας επήρα. Θέλεις να σου ψήσω πριζόλα;
- Βάλε στα κάρβουνα, και
πήγαινε συ στην εκκλησιά σου, είπεν ο καπετάν Καντάκης. Θα έλθω κι εγώ σε λίγο.
[…].
Ο Καντάκης, όστις επείνα τρομερά, ήρχισε να καταβροχθίζη την πριζόλαν.
Καθήμενος οκλαδόν παρά την εστίαν, εβαρύνετο να σηκωθή και ν’ ανοίξη το ερμάρι
διά να λάβη άρτον, αλλ’ αριστερόθεν αυτού υπεράνω της εστίας επί μικρού
σανιδώματος ευρίσκετο το χριστόψωμον εκείνο, το δώρον της μητρός του προς την
νύμφην αυτής. Το έφθασε και το έφαγεν ολόκληρον σχεδόν μετά του οπτού12
κρέατος……..
Περί την αυγήν, η
Διαλεχτή επέστρεψεν εκ του ναού, αλλ’ εύρε την πενθεράν της περιβάλλουσαν διά
της ωλένης13 το μέτωπον του υιού αυτής και γοερώς θρηνούσαν. Ελθούσα αύτη προ
ολίγων στιγμών τον εύρε κοκκαλωμένον και άπνουν. […]Παρετήρησε την απουσίαν του
χριστοψώμου από του σανιδώματος της εστίας, και αμέσως ενόησε τα πάντα. Ο
Καντάκης έφαγε το φαρμακωμένο χριστόψωμον, το οποίον η γραία στρίγλα είχε
παρασκευάσει διά την νύμφην της.[…
1 αποτελεσματικός 2 αντικείμενο που θεωρείται ότι έχει τη
μαγική ικανότητα να αποτρέπει ή και να απομακρύνει το κακό, φυλακτό
3 της συζύγου 4 τύπος μικρού ιστιοφόρου πλοίου
5συκοφαντίες 6 βρώμικη 7ακατάστατη
8 δείχνοντας συμπάθεια
και περιποιητικότητα
9 χαμογελώντας
10 το δώρο
11 εκφράζοντας την
αγανάκτησή του 12
οπτός: ψημένος
13 ωλένη: το ένα από τα
δύο οστά που αποτελούν τον πήχη του χεριού
(1887)