Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Α΄ΛΥΚΕΙΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Α΄ΛΥΚΕΙΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η ΔΟΛΙΑ ΜΑΝΑ


ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΡΗΣΤΟΒΑΣΙΛΗΣ< Η δόλια η μάνα (απόσπασμα)


Xαροπάλευε η δόλια η μάνα, η πρωτονοικοκυρά του σπιτιού. Ήταν τρία νυχτόημερα του θανατά. Τρεις νυφάδες, δυο γιοι, τρεις θυγατέρες, τρεις γαμπροί και καμιά δεκαριά αγγόνια, αρσενικά και θηλυκά, περικύκλωναν το στρώμα της. Όλος αυτός ο κόσμος, που είχε βγει μες από τα σπλάχνα της, δε μπορούσε να γεμίσει τον τόπο του τρίτου γιου της, του Βασίλη, που βρίσκονταν μακριά στην ξενιτιά. Χαροπάλευε και ξωλαλούσε1 η δόλια η μάνα, κι όλα τα ξωλαλήματά της ήταν για τον ξενιτεμένο της το Βασίλη.


—Την ευχή μου να ’χετ’ όλοι σας, κι ο Βασίλης μου την πλειότερη. Χώματα να πιάνει και μάλαμα να γίνονται. Από τη δεξιά μεριά είχε τη νύφη της τη Βασίλαινα και της κρατούσε το χέρι:

—Μου φαίνεται έτσι πως πιάνω τη σάρκα του Βασίλ’ μου.

Έλεγε με πόνο η δόλια η μάνα. Κι ύστερα από λίγο, άρχισε το τραγούδι του ξενιτεμένου που βουλιέται2 να γυρίσει στην πατρίδα του.


«Τώρα είν' ο Μάης κι η άνοιξη, τώρα ’ν’ το καλοκαίρι.

Τώρα κι ο ξένος βούλεται στον τόπο τον να πάει...

Νύχτα σελώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει

Βάνει τα πέταλα χρυσά και τα καρφι’ ασημένια...»


Το ’λεγε και το ξανάλεγε αυτό το τραγούδι και μέσα στο παραλόγισμα του θανατά έχανε τους στίχους κι έλεγε άλλ’ αντ’ άλλων κι έδινε διαταγές, σαν όταν ήταν γερή:[…]

Στέκονταν όλοι γύρα στο επιθανάτιο κρεβάτι της δόλιας μάνας, της αληθινής μάνας του σπιτιού και περίμεναν το τέλος της, την ύστερη πνοή της με βαριοθλιμμένο πρόσωπο και με δάκρυα στα μάτια. Σε λίγο ήρθε κι ο παπάς με τ’ αρτοφόρι3 για να τη μεταλάβει. Άμα μπήκε μέσα ο παπάς, τρέμοντας με την κοινωνία στα χέρια, η άρρωστη ήρθε στα λογικά της, σήκωσε τα μάτια της, έκανε το σταυρό της κι είπε:                                                           
—«Σχωράτε με κι ο Θεός σχωρέσ’ σας»!

Άνοιξε το στόμα της και δέχτηκε από τη λαβίδα τη μεταλαβιά με μεγάλη ευχαρίστηση και με μεγάλον αναγαλλιασμό.                     

Ύστερα είπε:

—«Αν ήξερα ότι ο Βασίλης μου θα ’ρχονταν σε μια βδομάδα μέσα, θα βαστούσα στα δόντια μου την ψυχή ώσπου να ’ρθει, κι ύστερα θα πέθαινα ευχαριστημένη. Μη νομίζετε ότι δεν σας αγαπώ εσάς τους άλλους, αλλ’ ο πόνος της ξενιτιάς είναι βαθύτερος και με κάνει να πονώ πλειότερο αυτήν την ώρα τον Βασίλ’ μου, γιατί δεν τον βλέπω μπροστά μ’. Έτσι λέει και το τραγούδι: «Κι ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει...»


Ύστερα απ’ αυτά τα λόγια την έπιασε ένα βογγητό, και τη βάσταξε κάμποση ώρα, κι ύστερα από το βογγητό άρχισε πάλε τα ξωλαλήματα:

—Σάμα ήκουσα να πέφτουν δυο τρία ντουφέκια στην αράδα... Θα ’ναι ο Βασίλ’ς μου! Ακούω ποδοβολητό αλόγου: «Πόχει τα πέταλα χρυσά και τα καρφιά ασημένια...»  Σηκωθείτε όλοι να τον καρτερέσετε στην αυλή... Μην του πείτε πως είμαι του θανατά και σκανιάσει4... Πέτε του ότ’ είμαι λιγάκι άρρωστη... Ότι με πονεί το κεφάλι... όχι, όχι!                                                          
Πέτε του καλύτερα ότι χτύπησα στο ποδάρι και γι’ αυτό δεν μπόρεσα να βγω να τον καρτερέσω... Μη βγαίνετε όμως όλοι έξω... Ας μείνουν κι ένας δυο μέσα μ’ εμένα, γιατί φοβούμαι να μείνω μοναχή μου...


Κι ενώ έλεγε και ξανάλεγε όλα αυτά τα ξωλαλήματα, τα παιδιά της, γιοι της και θυγατέρες της, νυφάδες της, γαμπροί της κι αγγόνια της, κάθονταν ολόγυρα στο στρώμα της και περίμεναν με βουρκωμένα μάτια το τέλος της.                                                          Σ’ αυτό απάνω, ανασηκώθηκε λιγάκι, ζύγιασε τα μάτια της κατά τη θύρα κι είπε:

—Ανοίξτε τη θύρα κι αναμεράστε5 όσοι είστε μπροστά, γιατί μ’ εμποδίζετε να ιδώ. Θέλω να τον ιδώ τον ξενιτεμένο μου να μπαίνει μέσα μ’ όλη του τη λεβεντιά...

Αναμέρισαν όσοι στέκονταν κατάντικρυ της θύρας κι άφηκαν ελεύτερο το μάτι της δόλιας της μάνας να βλέπει προς τα έξω, κι αυτή κάρφωσε τα μάτια της στο έμπα της θύρας για κάμποση ώρα, κι ύστερα άρχισε το τραγούδι, σα να ήταν γερή:


«Ξενιτεμένο μου πουλί, γλυκό χελιδονάκι,

Η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ πίνω φαρμάκι.

Ο ξένος μες στη ξενιτιά, σαν το πουλί γυρίζει.

Σαν τον βασιλικόν ανθεί, αλλ' όμως δεν μυρίζει.

Ανάθεμα σε, ξενιτιά, κι εσέ και τα καλά σου,

Ούτε τ’ άσπρα6 σου ήθελα, ούτε τα βάσανα σου. […]»


—Να ’χετε όλοι την ευχή μου! Σας την δίδω με όλην μου την καρδιά! Να ζήσετε καλοκαρδισμένοι και να γεράσετε με παιδιά και μ’ αγγόνια, και σύντομη ξενιτιά, δυο τρία χρόνια το πολύ. Οι μικρότεροι να σέβεστε τους μεγαλύτερους κι οι γυναίκες τους άντρες. Έτσι να κάνετε για να ’χετε την ευχή μ’ ολάκερη.                       Μην κλέψετε, μην φονέψετε, μην πορνέψετε, μην ψευδομαρτυρήσετε. Έτσι είπε ο Θεός. Να δίνετε ελεημοσύνη όσο μπορείτε. Η ελεημοσύνη βγαίνει με το βελόνι και μπαίνει με το σακί. Να μην καταφρονείτε κανένα, να κρατάτε το θυμό σας και να φοβάστε τον Θεό. Κάνοντας αυτά θα ζήσετε καλά στον κόσμο... Ύστερα από λίγο δε θα είμαι εδώ κάτω... Παιδιά μου, πεθαίνω![…]

—Η ξενιτιά του Βασίλη μου με στέλ’ στον κάτω κόσμο πικρή, φαρμακωμένη. Χίλια φορτώματα ζάχαρη δε θα μπορούσαν να μου γλυκάνουν την καρδιά. Μόρχεται πως από την πίκρα της καρδιάς μου θα ξεφυτρώσουν από το μνήμα μου αλιφασκιές7, σπλώνοι8 και πικραγγουριές. […]                                                       

1<< ξωλαλώ: κραυγάζω (παραμιλώ) 2<<βούλεται, θέλει 3<< αρτοφόριο: εκκλησιαστικό σκεύος  επάνω στην Aγία Tράπεζα, μέσα στο οποίο φυλάγεται ο άρτος  για τη Θεία Ευχαριστία. 4<< σκανιάζω: στενοχωριέμαι πάρα πολύ, σκάω από τη θλίψη μου 5<< κάνετε στην άκρη 6<< χρήματα7<< φασκομηλιές 8< θάμνοι με κίτρινα άνθη

                                                                         

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΣΥΡΙΑΝΟΥ ΣΥΖΥΓΟΥ


ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΙΔΗΣ   (1836-1904)

 Ψυχολογία Συριανού συζύγου (απόσπασμα)

 

  Εντρέπομαι να το ομολογήσω. Επέρασαν οκτώ μήνες αφ' ότου υπανδρεύθην και είμαι ακόμη ερωτευμένος με την γυναίκα μου, ενώ ο κυριώτερος λόγος δια τον οποίον την επήρα ήτο, ότι δεν μου ήρεσκε διόλου η κατάστασις ερωτευμένου. Δεν πιστεύω να υπάρχη άλλη αρρώστια τόσον βασανιστική. Ούτε όρεξιν είχα, ούτε ύπνον, ούτε διάθεσιν να εργασθώ ή να διασκεδάσω. Εκτός της Χριστίνας, όλα τα άλλα τα εύρισκα άνοστα, ανάλατα, ανούσια και πληκτικά. Ενθυμούμαι ότι μίαν ημέραν εις το ξενοδοχείον έκαμα όλον τον κόσμον να γελάση παραπονεθείς ότι ήτο ανάλατη και η λακέρδα1. Οι συγγενείς μου δεν ήθελαν αυτόν τον γάμον, δια τον λόγον ότι εκείνη δεν είχε τίποτε και ούτ' εγώ πολλά: την πατρικήν μου οικίαν, τρεις χιλιάδας δραχμάς εισόδημα από δύο αποθήκας και μίαν θέσιν2 εκατόν εξήντα δραχμών. Πώς λοιπόν ήτο δυνατόν να ζήσωμεν με αυτά αφού η νέα, αν και χωρίς προίκα, ήτο μοναχοκόρη καλομαθημένη και αγαπούσε τον καλόν κόσμον, τας διασκεδάσεις, τα στολίδια και τους χορούς;

 

 Όσα μου έλεγαν τα εύρισκα όλα σωστά! Δεν ημπορώ καν να είπω προς δικαιολογίαν μου ότι μ' ετύφλωσε το πάθος, ούτε πιστεύω να υπάρχη άνθρωπος θετικώτερος από εμέ. Οι άλλοι ερωτευμένοι φαντάζονται την απόλαυσιν της φιλτάτης των ευτυχίαν τόσω μεγάλην, ώστε δεν φοβούνται να γελασθούν αγοράζοντες αυτήν εις οποιανδήποτε τιμήν. Εγώ όμως δεν ήμουν ρωμαντικός. Τίποτε έκτακτον δεν ωνειρευόμην, αλλά μόνον να επανέλθουν τα πράγματα εις την τακτικήν αυτών κατάστασιν, εις την οποίαν ευρίσκοντο πριν ερωτευθώ. Την μακαρίαν εκείνην κατάστασιν την ενθυμούμην με τον φλογερόν πόθον, με τον οποίον ενθυμείται ο άρρωστος τον καιρόν όπου ήτο υγιής. Την Χριστίναν την ήθελα μόνον και μόνον δια να την απολαύσω, να την χορτάσω, να την βαρεθώ και ν' αρχίσω έπειτα, καθώς πριν, να τρώγω, να κοιμούμαι, να πηγαίνω εις τον περίπατον και να παίζω πρέφαν και κοντσίναν εις την λέσχην. Και πάλιν όμως δεν θ' απεφάσιζα να την νυμφευθώ, αν δεν συνέβαινε ν' αποθάνη κατ' εκείνας τας ημέρας από την στέρησιν και την κακοπάθειαν γέρων θείος μου, τον οποίον επιστεύαμεν όλοι απένταρον, βλέποντες αυτόν να ενδύεται ως Διογένης3 και να τρέφεται ως ασκητής. Πάσχων προ καιρού από το στήθος, μου είχε ζητήσει εκατόν δραχμάς δια τον ιατρόν και ιατρικά. Αντί όμως να τας μεταχειρισθή προς τοιούτον σκοπόν, είχε προτιμήσει να προσθέση και αυτάς εις άλλας πέντε χιλιάδας, όπου είχε κρυμμένας εις το αχυρόστρωμα, επί του οποίου ευρέθη ένα πρωί νεκρός. Το πάθημά του μ' έκανε να σκεφθώ, ότι θα ήτο ανοησία να εξακολουθώ να βασανίζωμαι από την αϋπνίαν και την ανορεξίαν, αφού είχα τα μέσα να ιατρευθώ. Την Χριστίναν την επήρα καθώς παίρνει κανείς κινίνον δια ν' απαλλαχθή από τον πυρετόν.

 

   Αν και ήμην ανυπόμονος, ηναγκάσθην από την κοινήν πρόληψιν και τον δεσπότην μας Λυκούργον να περιμένω το τέλος του Μαΐου δια να στεφανωθώ. Ευθύς μετά τον γάμον επήγαμεν να περάσωμεν το μελοφέγγαρον4 εις την Ζιάν. Ημπορώ να είπω ότι είδα εκεί καλάς ημέρας. Το νησί ήτο καταπράσινον, το εξοχικόν μας σπίτι αναπαυτικόν, τα τρόφιμα εξαίρετα, ο καιρός ωραίος και ακόμα ωραιοτέρα η Χριστίνα. Εκείνο όπου μ' έκανε να την προτιμήσω από όλας, είναι ότι μόνη αυτή δεν είχε κανέν από τα συνηθισμένα παρθενικά ελαττώματα, δια τα οποία αηδίαζα εν γένει τας κορασίδας. Ούτε λιγνή, ούτε αναιμική, ούτε εντροπαλή, ούτε πολύ νέα. Πιστεύω μάλιστα ότι ήτο κατά τι μεγαλειτέρα από εμέ. Εικοσιέξ έως εικοσιοκτώ ετών, μελαχρινή, με ανάστημα, με ώμους, με στήθος, με φλόγα εις το βλέμμα και κομψότατα υποδηματάκια. Δια να μη φανή απίστευτον το άθροισμα τόσων χαρισμάτων αρκεί να προσθέσω ότι ήτο Σμυρναία.[…….]

 

1 ψάρι αλατισμένο και διατηρημένο στο λάδι.

2 εννοεί θέση εργασίας.

3 αρχαίος έλληνας κυνικός φιλόσοφος

4 το μήνα του μέλιτος. 

(Ανθολογία Νεοελληνικού διηγήματος, τ. Β΄ Αναγέννηση-Φιλολογική)

 

                                                                                  

 

ΣΤΕΛΛΑ ΒΙΟΛΑΝΤΗ


ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ (1867-1951)  <<<<Στέλλα Βιολάντη (απόσπασμα)

ΖΑΚΥΝΘΟΣ
ΟΙΚΙΑ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΥ
    Δεν περιγράφεται η χαρά του Χρηστάκη Ζαμάνου, όταν έλαβε το γράμμα. Το έδειξεν «υπό εχεμύθειαν» εις τους μισούς συναδέλφους του, το είπεν εις τους άλλους μισούς, και για πολλές ημέρες το κομψόν σωματείον των τηλεγραφητών δεν είχεν άλλο θέμα ομιλίας. Αλήθεια, ήταν λιγάκι παράξενο: η Στέλλα που δεν ακούστηκε ποτέ; η Στέλλα που δεν εκοίταξε κανένα; η Στέλλα που επεριφρονούσε ακόμα και αυτόν; Α, ο Χρηστάκης είχεν όλον το δικαίωμα να καυχάται, κι εκαυχάτο όσον ημπορούσεν.

   Ο Στέφενσων, ο άγγλος τηλεγραφητής, ο πρύτανις να πούμε του σωματείου, ανέλαβε να δώση εις τον ευτυχή συνάδελφόν του μερικές συμβουλές, χρήσιμες για την περίστασιν:

- Και τώρα τι σκοπεύεις νά κάμης; του είπε. «Να μ' αγαπάς να σ' αγαπώ, για να περνούμε τον καιρό;» — όπως με τις άλλες; Α, μπα! μπα! Τέτοιο κορίτσι δεν το βρίσκεις κάθε μέρα. Εύμορφη, φρόνιμη, κι εκατό χιλιάδες προίκα το λιγώτερο... Ψέματα; Πρέπει να ωφεληθής από την ευκαιρία και να τη γυρέψης σε γάμο· γρήγορα μάλιστα, πριν να κρυώση το πράγμα.

- Αλήθεια λες, μα πώς να κάμω;

- Να γράψης ένα γράμμα του πατέρα της· εις την Αγγλία εμείς έτσι κάνουμε.

   Του καλάρεσε αυτό του Ζαμάνου, και αν δεν εταίριαζε με τις συνήθειες του τόπου, —όσο δεν εταίριαζαν και οι γκέτρες1 που φορούσε,— πιάνει και κάνει μια γραφή στο γέρο Βιολάντη, και κοντολογής2 του γυρεύει τη θυγατέρα του.

Χμ! τώρα είναι που δεν περιγράφεται ο θυμός και η απελπισία του Παναγή Βιολάντη, όταν έλαβεν αυτό το γράμμα!

   Πολύ παράξενος άνθρωπος, ο Παναγής Βιολάντης, ο μεγαλέμπορος. Όση γλύκα και καλοσύνη έδειχνε το πρόσωπό του, με τα μαύρα μπαρμπετόνια3, το αιώνιο χαμόγελο και τα χρυσά γυαλιά, τόση σκληρότητα κι εγωισμόν έκρυβε μέσα στην ψυχή. Ήξερε να φορή στην εντέλεια την προσωπίδα του καλού, και για τέτοιον το είχεν ο κόσμος˙ κατά βάθος όμως δεν υπήρχε στη χώρα πιο απότομος άνθρωπος. Σίδερο τυλιγμένο με μπαμπάκι ο χαρακτήρας του˙ κι έφθανε να έλθης σε κάπως στενώτερη συνάφεια μαζί του, για να αισθανθής όλη του την τραχύτητα.

- Τι λέω-λέει; !! εφώναξεν, άμα ετελείωσε το γράμμα του Ζαμάνου.

Το μέτωπό του εζάρωσε, τα ματόφρυδα εσκεπάσθηκαν με μαύρο σύννεφο, και από τα χρυσά γυαλιά εξέφυγεν η πρώτη αστραπή.                                            Όλο σχεδόν εκείνο το πρωί δεν έκαμεν άλλο παρά να σουλατσάρη στο γραφείο του και να παραμιλή. Μέσα στο στενό εκείνο τετράγωνο, το χωρισμένο με κίτρινα κάγγελα, έμοιαζεν αληθινά θηρίο μέσα σε κλουβί.

- Τι λέω-λέει;!! Ο γυιός του Ζαμάνου, ο ψωρίτης του ψωρίτη, ο παληοτηλεγραφητής, ο χαϊμένος, επήρε το αντζάρντο4 να μου γυρέψη τη θυγατέρα μου, εμένανε;... Και τι εστοχάστηκε; πως γιατί φορεί γκέτρες και φιόρα5, θαν του δώσω υπόληψι εγώ, ο Βιολάντης, θα τον κάμω γαμπρό; Πφφ! κρίμα στα μπρόκολα!... Μα δεν με γνοιάζει τόσο γι' αυτό... Θαν του εμηνούσα εγώ δυο λόγια φυτευτά και δεμένα, και θαν τον έβανα στη θέσι του αμέσως. Μα εκείνο το άλλο... το άλλο! ... «Τολμώ να ελπίσω, ή μάλλον είμαι εις θέσιν να σας διαβεβαιώσω, ότι η θυγάτηρ σας δεν θα είπη όχι, αν σεις ειπήτε ναι». Βα μπένε6! Μα πώς το ξέρεις του λόγου σου; Την ερώτησες, μωρέ; τση7 το είπες; ... σου το είπε;... Ω, υποψία φριχτή! ... Μην ελησμόνησε η Στέλλα τίνος είναι θεγατέρα8; Μην εκαταδέχτηκε να δώση ακρόασι σε τέτοιο ρεντίκολο9; Μην έκαμε...; Ω, φριχτή, φριχτή υποψία!... Μα τον Άγιο και μα το Σταυρωμένο, αν ανακαλύψω τίποτα τέτοιο, θαν τη σκοτώσω!

Και τότε ο Βιολάντης έκαμεν αυτόν τον συλλογισμόν, που τιμά πραγματικώς την μεγαλοφυΐαν του:

- Για να μου γράψη αυτός, παναπή πως τα γράμματα τα έχει εύκολα, και θα της έγραψε˙ και για να μου γράψη πως «είμαι εις θέσιν να σας διαβεβαιώσω...» παναπή πως η Στέλλα ή του είπε κανένα λόγο, ή ... ή ... ή του έγραψε. Ω, συφορά τση και μαυρίλα τση!   Μπόγιας10 θα γενώ![…]                                               (Εκδοτικός οίκος Γ. Φέξη, 1914)                                                                         {{1< γκέτα: δερμάτινο περίβλημα της κνήμης, περικνημίδα  2< εν συντομία  3< φαβορίτες  4< τόλμησε 5< λουλούδια  6< ιταλική φράση, εντάξει 7< της                  8< θυγατέρα 9< γελοίο τύπο  10< μπόγιας: αυτός που σκοτώνει τα αδέσποτα σκυλιά, ο δήμιος}} 

ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΓΙΑΛΟΥ






ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ (1851 -1911)                              
Άνθος του γιαλού (απόσπασμα)

Ο Κόκοιας, ήρχισε τότε να διηγήται:

- Ακούστε να σας πω, παιδιά. Εγώ που με βλέπετε, έφθασα τη γριά-Κοεράνω του Ραγιά, την μαννού1 αυτής της Βάσως της γειτόνισσας, καθώς και τη μάννα της Γκαβαλογίνας, ακόμα κι άλλες γριές. Μού είχαν διηγηθή πολλά πρωτινά, παλαιικά πράματα, καθώς κι αυτό που θα σας πω τώρα:

»Βλέπετε αυτό το χάλασμα, το Καλύβι της Λουλούδως, που λένε πως είναι στοιχειωμένο; Εδώ τον παλαιόν καιρό εκατοικούσε μια κόρη, η Λουλούδω, οπού την είχαν ονοματίσει για την εμορφιά της, - έλαμπε ο ήλιος, έλαμπε κι αυτή - μαζί με τον πατέρα της τον γερό-Θεριά (ελληνικά τον έλεγαν Θηρέα), όπου εκυνηγούσε όλους τους Δράκους και τα Στοιχειά, με την ασημένια σαγίτα και με φαρμακωμένα βέλη. Ένα Βασιλόπουλο από τα ξένα την αγάπησε την όμορφη Λουλούδω. Της έδωκε το δαχτυλίδι του, κ᾿ εκίνησε να πάη στο σεφέρι και της έταξε με όρκον ότι, άμα νικήση τους βαρβάρους, την ημέρα που θα γεννηθή ο Χριστός, θα έρθη να την στεφανωθή.

»Επήγε το Βασιλόπουλο. Έμεινεν η Λουλούδω, ρίχνοντας τα δάκρυά της στο κύμα, στον αέρα στέλνοντας τους αναστεναγμούς της, και την προσευχή στα ουράνια, να βγη νικητής το Βασιλόπουλο, να έρθη μέρα που θα γεννηθή ο Χριστός, να γυρίση ο σαστικός2 της να την στεφανωθή.

»Έφτασε η μέρα που ο Χριστός γεννάται. Η Παναγία με αστραφτερό πρόσωπο, χωρίς πόνο, χωρίς βοήθεια, γέννησε το Βρέφος μες στη Σπηλιά, το εσήκωσε, το εσπαργάνωσε με χαρά, και το ’βαλε στο παχνί, για να το κοιμίση. Ένα βοϊδάκι κ᾿ ένα γαϊδουράκι εσίμωσαν τα χνώτα τους στο παχνί κ᾿ εφυσούσαν μαλακά να ζεστάνουν το θείο Βρέφος. Να, τώρα θα ’ρθη το Βασιλόπουλο, να πάρη την Λουλούδω!

»Ήρθαν οι βοσκοί, δυό γέροι με μακριά άσπρα μαλλιά, με τις μαγκούρες τους, ένα βοσκόπουλο με τη φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι, κ᾿ έπεσαν κ᾿ επροσκύνησαν το θείο Βρέφος. Είχαν ιδεί τον Άγγελον αστραπόμορφον, με χρυσογάλανα λευκά φτερά, είχαν ακούσει τ᾿ αγγελούδια που έψαλλαν: Δόξα εν υφίστοις Θεώ! Έμειναν γονατιστοί, μ᾿ εκστατικά μάτια, κάτω από το παχνί, πολλήν ώρα, κ᾿ ελάτρευαν αχόρταγα το θάμα το ουράνιο.

- »Να! τώρα θα ’ρθη το Βασιλόπουλο, να πάρη την Λουλούδω!

»Πέρασαν τα Χριστούγεννα, τελειώθηκε το μυστήριο, έγινε η σωτηρία, και το Βασιλόπουλο δεν ήρθε να πάρη την Λουλούδω! Οι βάρβαροι είχαν πάρει σκλάβο το Βασιλόπουλο. Το φουσάτο του είχε νικήσει στην αρχή, τα φλάμπουρά του είχαν κυριέψει με αλαλαγμό τα κάστρα των βαρβάρων. Το Βασιλόπουλο είχε χυμήξει με ακράτητην ορμή, απάνω στο μούστωμα και στη μέθη της νίκης. Οι βάρβαροι με δόλο τον είχαν αιχμαλωτίσει!

»Τα δάκρυα της κόρης επίκραναν το κύμα τ᾿ αρμυρό, οι αναστεναγμοί της εδιαλύθηκαν στον αέρα, κ᾿ η προσευχή της έπεσε πίσω στη γη, χωρίς να φθάση στο θρόνο του Μεγαλοδύναμου. Ένα λουλουδάκι αόρατο, μοσχομυρισμένο, φύτρωσε

ανάμεσα στους δυό αυτούς βράχους, οπού το λεν Άνθος του Γιαλού, αλλά μάτι δεν το βλέπει. Και το Βασιλόπουλο, που είχε πέσει στα χέρια των βαρβάρων, επαρακάλεσε να γίνη Σπίθα, φωτιά του πελάγους, για να φτάση εγκαίρως, ως την ημέρα που γεννάται ο Χριστός, να φυλάξη τον όρκο του, που είχε δώσει στη Λουλούδω.

»Μερικοί λένε, πως το Άνθος του Γιαλού έγινε ανθός, αφρός του κύματος. Κ᾿ η Σπίθα εκείνη, η φωτιά του πελάγου που είδες, Μάνο, είναι η ψυχή του Βασιλόπουλου, που έλιωνε, σβήσθηκε στα σίδερα της σκλαβιάς, και κανείς δεν την βλέπει πιά, παρά μόνον όσοι ήταν καθαροί τον παλαιόν καιρόν, και οι ελαφροΐσκιωτοι στα χρόνια μας».

1. γιαγιά     2. αρραβωνιαστικός

(1906)  (Άπαντα, επιμ. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, εκδ. Δόμος 1981)

5ο ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΦΥΛΑ!!


5η  ΟΜΑΔΑ:  «Η ΠΡΟΙΚΑ»

ΚΕΙΜΕΝΑ:

1.Γ.Ξενόπουλος,  Στέλλα Βιολάντη                                               
2. Ε. Ροΐδης, Ψυχολογία Συριανού συζύγου      



 
Με βάση τα παραπάνω κείμενα  που αναλύσαμε στην ενότητα «Τα φύλα στη λογοτεχνία» και την υποενότητα «Προίκα »  να επιλέξετε μια από τις ακόλουθες ομαδικές εργασίες:

1. Αφού λάβετε υπόψη σας τα κριτήρια μιας αξιοπρεπούς παρουσίασης (PowerPoint<ppt), με βάση τον ιστότοπο, να παρουσιάσετε (σε μορφή PowerPoint<< ppt) το θεσμό της προίκας, όπως κυριαρχεί στα παραπάνω λογοτεχνικά κείμενα, συγκριτικά  με τη σύγχρονη εποχή.                                                       
Η παρουσίαση  να περιλαμβάνει 8-10 διαφάνειες .

Η΄   

2.Να παρακολουθήσετε

α.στον ιστότοπο τις οδηγίες  ( tutorial) δημιουργίας ενός  blog στο blogger Google καθώς και

 β.στον ιστότοπο  στοιχεία   για το έθιμο της προίκας στην Ελλάδα

και να δημιουργήσετε ένα blog αναρτώντας ένα άρθρο με θέμα: «Ο θεσμός της προίκας : παρωχημένος ή όχι; »

Ή

3.Να διασκευάσετε σε θεατρικό μονόπρακτο το έργο του Ροΐδη, να το καταγράψετε σε word και να το παρουσιάσετε . Θα μπορούσε  να ηχογραφηθεί (με τη βοήθεια κινητού ή tablet) και να ανέβει σε blog που δημιούργησαν οι άλλες ομάδες.



Η΄
4. Να δημιουργήσετε κολάζ με εικόνες που αναφέρονται στο θεσμό της προίκας σε word και με την βοήθεια υπερσυνδέσμων συνδυάστε τις εικόνες με αντίστοιχα τραγούδια από το youtube.

4ο ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΦΥΛΑ!!


4η ΟΜΑΔΑ: ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΒΑΣΑΝΙΣΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ

                         ΚΕΙΜΕΝΑ:

1.Χρήστος Χρηστοβασίλης  Η δόλια η μάνα                                            
2. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης , Το χριστόψωμο                
3.Γ.Ξενόπουλος, Στέλλα Βιολάντη             

Με βάση τα παραπάνω κείμενα  που αναλύσαμε στην ενότητα «Τα φύλα στη λογοτεχνία» και την υποενότητα «Γυναίκες βασανισμένες από τη ζωή »  να επιλέξετε μια από τις ακόλουθες ομαδικές εργασίες:




1. Αφού λάβετε υπόψη σας τα κριτήρια μιας αξιοπρεπούς παρουσίασης (PowerPoint<ppt), με βάση  τον ιστότοπο , να παρουσιάσετε (σε μορφή PowerPoint<< ppt) τη μορφή των βασανισμένων από τη ζωή γυναικών , όπως κυριαρχεί στα παραπάνω λογοτεχνικά κείμενα, συγκριτικά  με τη σύγχρονη  απεικόνιση τους                                                                                        

Η παρουσίαση  να περιλαμβάνει 8-10 διαφάνειες .


Η΄   


2.Να παρακολουθήσετε:


Α. στον   ιστότοπο  τις οδηγίες  ( tutorial) δημιουργίας ενός  blog στο blogger Google καθώς και


β. στον ιστότοπο άρθρο που αναφέρεται στα δικαιώματα των γυναικών


και να δημιουργήσετε ένα blog αναρτώντας ένα ποίημα ή ένα πεζό κείμενο ή ένα άρθρο με θέμα: «Γυναίκες και δικαιώματα» στο οποίο να αναφερθείτε στα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι γυναίκες στο παρελθόν και σε αυτά που αντιμετωπίζουν σήμερα.



Η΄
3. Να δημιουργήσετε κολάζ με εικόνες που αναφέρονται σε γυναίκες βασανισμένες από τη ζωή σε word και με την βοήθεια υπερσυνδέσμων συνδυάστε τις εικόνες με αντίστοιχα τραγούδια από το youtube.









3ο ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΦΥΛΑ!!


3η ΟΜΑΔΑ :   MANA- MHTΡΙΚΗ ΑΓΑΠΗ

              ΚΕΙΜΕΝΑ:

1.Χρήστος Χρηστοβασίλης Η δόλια η μάνα 
2. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης , Το χριστόψωμο   
3. Του νεκρού αδερφού


Με βάση τα παραπάνω κείμενα  που αναλύσαμε στην ενότητα «Τα φύλα στη λογοτεχνία» και την υποενότητα «Μάνα- Μητρική αγάπη»  να επιλέξετε μια από τις ακόλουθες ομαδικές εργασίες:

1.Αφού λάβετε υπόψη σας τα κριτήρια μιας αξιοπρεπούς παρουσίασης (PowerPoint<ppt), με βάση   τον ιστότοπο , να παρουσιάσετε (σε μορφή PowerPoint<< ppt) τη μητρική αγάπη ,όπως κυριαρχεί στα παραπάνω λογοτεχνικά κείμενα συγκριτικά  με τη σύγχρονη  μορφή της.                                                                       

Η παρουσίαση  να περιλαμβάνει 8-10 διαφάνειες .

Η ΄ 

          

2.Να παρακολουθήσετε

α.στον  ιστότοπο  τις οδηγίες  ( tutorial) δημιουργίας ενός  blog στο blogger Google καθώς και
β.στον  ιστότοπο τα ωραιότερα τραγούδια για τη μάνα

και αφού δημιουργήσετε ένα blog  να κάνετε μια ανάρτηση με θέμα:  

«Η ιδανική μορφή μητέρας » Η ανάρτηση θα μπορούσε να έχει τη μορφή ημερολογίου  ή ποιήματος ή επιστολής.


Στην περίπτωση του ποιήματος με τη συμβολή του ιστότοπου   , μετατροπής στίχων σε μουσική,  θα μπορούσε να μελοποιηθεί , να ηχογραφηθεί (με τη βοήθεια κινητού ή tablet) και να ανέβει στο blog σας.



Η΄
3. Να δημιουργήσετε κολάζ με εικόνες που αναφέρονται στη μορφή της μάνας σε word και με την βοήθεια υπερσυνδέσμων συνδυάστε τις εικόνες με αντίστοιχα τραγούδια από το youtube.




ΔΟΜΙΚΑ ΜΕΡΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΩΝ-ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ

ΔΟΜΙΚΑ ΜΕΡΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΩΝ<<<ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ 1. ΕΞ.2005  Τα ομαδικά παιχνίδια υπηρετούν μεγάλο ηθικό σκοπό: σε συνηθίζουν να υποτάξ...